- νεοπολίτης
- νεοπολί̱της , νεοπολίτηςnew citymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοπολίτης — νεοπολίτης, ό, θηλ. νεοπολῑτις (Α) 1. δούλος που ελευθερώθηκε πρόσφατα και απέκτησε πολιτικά δικαιώματα 2. το θηλ. ως επίθ. (για πόλη) αυτή που κτίστηκε πρόσφατα ή που είναι μεταγενέστερη σε σχέση με μια άλλη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ… … Dictionary of Greek
Νεοπολίτης — Νεοπολί̱της , Νεοπολίτης new city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολῖται — Νεοπολίτης new city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολῖται — νεοπολίτης new city masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολίτας — Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc acc pl Νεοπολί̱τᾱς , Νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολίτας — νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc acc pl νεοπολί̱τᾱς , νεοπολίτης new city masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολιτᾶν — Νεοπολῑτᾶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολιτᾶν — νεοπολῑτᾶν , νεοπολίτης new city masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεοπολιτῶν — Νεοπολῑτῶν , Νεοπολίτης new city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπολιτῶν — νεοπολῑτῶν , νεοπολίτης new city masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)